„πιατικά“: πληθυντικός ουδετέρου πιατικά [pjatiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Geschirr (Ess-)Geschirrουδέτερο | Neutrum, sächlich n πιατικά πιατικά