πηχτός
[pixˈtos], πηχτή, πηχτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- geronnenπηχτός πηγμένοςπηχτός πηγμένος
- dick(flüssig), zähflüssigπηχτός παχύρρευστοςπηχτός παχύρρευστος