πετσέτα
[peˈtseta]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Handtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nπετσέτα σώματος, προσώπουπετσέτα σώματος, προσώπου
- Servietteθηλυκό | Femininum, weiblich fπετσέτα χαρτοπετσέταπετσέτα χαρτοπετσέτα
- Geschirrtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nπετσέτα κουζίναςπετσέτα κουζίνας
exemples
- πετσέτα επισκέπτηGästehandtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
-
- πετσέτα κουζίναςGeschirrhandtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich nKüchenhandtuchουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples