„πεσιμιστής“: αρσενικό πεσιμιστής [pesimisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pessimist Pessimistαρσενικό | Maskulinum, männlich m πεσιμιστής πεσιμιστής