„περιποιημένος“ περιποιημένος [peripiiˈmenos], περιποιημένη, περιποιημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gepflegt gepflegt περιποιημένος περιποιημένος