περιποίηση
[periˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Pflegeουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεριποίησηπεριποίηση
- Betreuungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριποίηση φροντίδαπεριποίηση φροντίδα
exemples
- περιποίηση ποδιώνFußpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιποίηση σώματοςKörperpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich f