περιπλοκή
[periploˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verwicklungθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριπλοκή μπέρδεμαπεριπλοκή μπέρδεμα
- Komplikationθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριπλοκή δυσκολίεςπεριπλοκή δυσκολίες