περιορισμένος
[periorizˈmenos], περιορισμένη, περιορισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- begrenztπεριορισμένοςπεριορισμένος
- eingeengtπεριορισμένος χωρίς ελευθερία κινήσεωνπεριορισμένος χωρίς ελευθερία κινήσεων
- beschränkt.περιορισμένος αντίληψηπεριορισμένος αντίληψη
exemples
- περιορισμένη θέαθηλυκό | Femininum, weiblich fTeilansichtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιορισμένη όρασηθηλυκό | Femininum, weiblich fSehbehinderungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιορισμένος αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m εισακτέωνNumerus claususαρσενικό | Maskulinum, männlich m