περιθώριο
[periˈθorio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Randαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριθώριο σελίδας, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπεριθώριο σελίδας, κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Spielraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mπεριθώριο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπεριθώριο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Spanneθηλυκό | Femininum, weiblich fπεριθώριο οικονομία | Wirtschaftοικονπεριθώριο οικονομία | Wirtschaftοικον
exemples
- περιθώριο δράσηςHandlungsspielraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περιθώριο επιτοκίουZinsspanneθηλυκό | Femininum, weiblich f
- περιθώριο κέρδουςGewinnspanneθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples