περίσσευμα
[peˈrisevma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Überschussαρσενικό | Maskulinum, männlich mπερίσσευμα πλεόνασμαπερίσσευμα πλεόνασμα
- Resteπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplπερίσσευμα φαγητούπερίσσευμα φαγητού