περίγραμμα
[peˈriɣrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Umrissαρσενικό | Maskulinum, männlich m.περίγραμμαπερίγραμμα
exemples
- περίγραμμα βλεφάρουLidrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περίγραμμα ματιούAugenrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- περίγραμμα πιάτουTellerrandαρσενικό | Maskulinum, männlich m