„πελατολόγιο“: ουδέτερο πελατολόγιο [pelatoˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Klientel Klientelουδέτερο | Neutrum, sächlich n πελατολόγιο πελατολόγιο