„παρότρυνση“: θηλυκό παρότρυνση [paˈrotrinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Ansporn, Anregung Anspornαρσενικό | Maskulinum, männlich m παρότρυνση Anregungθηλυκό | Femininum, weiblich f παρότρυνση παρότρυνση