„παραπάτημα“: ουδέτερο παραπάτημα [paraˈpatima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Fehltritt Fehltrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m παραπάτημα παραπάτημα