παραξενιά
[parakseˈɲa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Eigensinnigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραξενιά ιδιότηταπαραξενιά ιδιότητα
- Launeθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραξενιά λόξαπαραξενιά λόξα
- Tickαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαραξενιά καπρίτσιοπαραξενιά καπρίτσιο