παρέμβαση
[paˈremvasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Interventionθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρέμβασηEingreifenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπαρέμβασηπαρέμβαση
- Zwischenbemerkungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρέμβαση σχόλιοπαρέμβαση σχόλιο