„παράγκα“: θηλυκό παράγκα [paˈraŋga]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Baracke, Bude Barackeθηλυκό | Femininum, weiblich f παράγκα παράγκα Budeθηλυκό | Femininum, weiblich f παράγκα φτωχικό σπίτι ειρωνικά | ironischειρων μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ παράγκα φτωχικό σπίτι ειρωνικά | ironischειρων μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ