πανεπιστήμιο
[panepisˈtimio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Universitätθηλυκό | Femininum, weiblich fπανεπιστήμιοπανεπιστήμιο
- Uniθηλυκό | Femininum, weiblich fπανεπιστήμιο οικείο | umgangssprachlichοικπανεπιστήμιο οικείο | umgangssprachlichοικ