παιδιάστικος
[peˈðjastikos], παιδιάστικη, παιδιάστικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- kindischπαιδιάστικοςπαιδιάστικος
exemples
- παιδιατρική κλινικήθηλυκό | Femininum, weiblich fKinderklinikθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παιδιατρική μονάδαθηλυκό | Femininum, weiblich fKinderstationθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παιδιατρικό νοσοκομείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nKinderkrankenhausθηλυκό | Femininum, weiblich f