παθητικός
[paθitiˈkos], παθητική, παθητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- passivπαθητικόςπαθητικός
- abwartendπαθητικός πολιτική | Politikπολιτ στάση, θέσηπαθητικός πολιτική | Politikπολιτ στάση, θέση
- pathetisch, leidenschaftlich.παθητικός παθιασμένοςπαθητικός παθιασμένος
exemples
- παθητικός καπνιστήςαρσενικό | Maskulinum, männlich mPassivraucherαρσενικό | Maskulinum, männlich m