„παγίδα“: θηλυκό παγίδα [paˈjiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Falle Falleθηλυκό | Femininum, weiblich f παγίδα παγίδα exemples στήνω παγίδα σε κάποιον jemandem eine Falle stellen στήνω παγίδα σε κάποιον υπάρχει όμως μια παγίδα die Sache hat aber einen Haken υπάρχει όμως μια παγίδα