πίστωση
[ˈpistosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Kreditαρσενικό | Maskulinum, männlich mπίστωση οικονομία | Wirtschaftοικον δάνειοπίστωση οικονομία | Wirtschaftοικον δάνειο
- Gutschriftθηλυκό | Femininum, weiblich fπίστωση εγγραφή ποσού σε λογαριασμόπίστωση εγγραφή ποσού σε λογαριασμό