πάροδος
[ˈparoðos]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Seitenstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich fπάροδος δρόμοςπάροδος δρόμος
- Durchgangαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάροδος πέρασμαπάροδος πέρασμα
exemples
- με την πάροδο του χρόνουim Laufe der Zeit