„πάγος“: αρσενικό πάγος [ˈpaɣos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Eis, Frost Eisουδέτερο | Neutrum, sächlich n πάγος πάγος Frostαρσενικό | Maskulinum, männlich m πάγος παγωνιά πάγος παγωνιά