„ούρα“: πληθυντικός ουδετέρου ούρα [ˈura]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Harn, Urin Harnαρσενικό | Maskulinum, männlich m ούρα Urinαρσενικό | Maskulinum, männlich m ούρα ούρα