ουρανοξύστης
[uranoˈksistis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Wolkenkratzerαρσενικό | Maskulinum, männlich mουρανοξύστηςHochhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nουρανοξύστηςουρανοξύστης