ουράνιος
[uˈranios], ουράνια, ουράνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- himmlisch, Himmels-ουράνιοςουράνιος
exemples
- Himmelskörperαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- Regenbogenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ουράνιος θόλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mHimmelszeltουδέτερο | Neutrum, sächlich n