„οσφραίνομαι“: αποθετικό ρήμα οσφραίνομαι [osˈfrenome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <-άνθηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) riechen, wittern, ahnen riechen οσφραίνομαι μυρίζω οσφραίνομαι μυρίζω wittern οσφραίνομαι μυρίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οσφραίνομαι μυρίζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ahnen οσφραίνομαι προαισθάνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οσφραίνομαι προαισθάνομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ