ορνιθοσκαλίσματα
[orniθoskaˈlizmata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Gekritzelουδέτερο | Neutrum, sächlich nορνιθοσκαλίσματαKrähenfüßeπληθυντικός | Plural plορνιθοσκαλίσματαορνιθοσκαλίσματα