οξυγώνιος
[oksiˈɣoɲos], οξυγώνια, οξυγώνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- scharfkantigοξυγώνιοςοξυγώνιος
- spitzwinkligοξυγώνιος γεωμετρία | Geometrieγεωμοξυγώνιος γεωμετρία | Geometrieγεωμ