„οξίδωση“: θηλυκό οξίδωση [oˈksiðosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Oxidation Oxidationθηλυκό | Femininum, weiblich f οξίδωση χημεία | Chemieχημ οξίδωση χημεία | Chemieχημ