„ομόφωνο“: ουδέτερο ομόφωνο [oˈmofono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Homofon Homofonουδέτερο | Neutrum, sächlich n ομόφωνο γλωσσ ομόφωνο γλωσσ