ομιλία
[omiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spracheθηλυκό | Femininum, weiblich fομιλία ανθρώπινη ικανότηταομιλία ανθρώπινη ικανότητα
- Redeθηλυκό | Femininum, weiblich fομιλία προφορικός λόγοςομιλία προφορικός λόγος
- Sprechweiseθηλυκό | Femininum, weiblich fομιλία τρόπος έκφρασηςομιλία τρόπος έκφρασης
- Vortragαρσενικό | Maskulinum, männlich mομιλία διάλεξη, λόγοςRedeθηλυκό | Femininum, weiblich fομιλία διάλεξη, λόγοςομιλία διάλεξη, λόγος