ολοκληρωτικός
[oloklirotiˈkos], ολοκληρωτική, ολοκληρωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ολοκληρωτικός πλήρης
- totalitärολοκληρωτικός καθεστώςολοκληρωτικός καθεστώς
exemples
- ολοκληρωτικός λογισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m μαθηματικά | MathematikμαθIntegralrechnungθηλυκό | Femininum, weiblich f