ολοκληρωμένος
[olokliroˈmenos], ολοκληρωμένη, ολοκληρωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- abgeschlossen, beendet, vollendetολοκληρωμένοςολοκληρωμένος