„ολιγόλογος“ ολιγόλογος [oliˈɣoloɣos], ολιγόλογη, ολιγόλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) wortkarg wortkarg ολιγόλογος ολιγόλογος