οικονόμος
[ikoˈnomos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- sparsamer Menschοικονόμος όχι σπάταλοςοικονόμος όχι σπάταλος
- Verwalterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fοικονόμος διαχειριστής των οικονομικώνοικονόμος διαχειριστής των οικονομικών
exemples
- οικονόμος σπιτιούHaushälterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f