„οικειοποίηση“: θηλυκό οικειοποίηση [ikjioˈpiisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Aneignung Aneignungθηλυκό | Femininum, weiblich f οικειοποίηση οικειοποίηση