„οίκτος“: αρσενικό οίκτος [ˈiktos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Mitleid, Erbarmen Mitleidουδέτερο | Neutrum, sächlich n οίκτος Erbarmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n οίκτος οίκτος