„ξηλώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ξηλώνομαι [ksiˈlonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) aufgehen, sich abtrennen aufgehen ξηλώνομαι ραφή ξηλώνομαι ραφή sich abtrennen ξηλώνομαι κουμπί ξηλώνομαι κουμπί