ξεχωριστός
[ksexorisˈtos], ξεχωριστή, ξεχωριστόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- ξεχωριστή έκδοσηθηλυκό | Femininum, weiblich fEinzelausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f