„ξεπερασμένος“ ξεπερασμένος [kseperazˈmenos], ξεπερασμένη, ξεπερασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) überholt, veraltet überholt ξεπερασμένος ξεπερασμένος veraltet ξεπερασμένος ιδέες ξεπερασμένος ιδέες