„ξενόκουμπο“: ουδέτερο ξενόκουμπο [kseˈnokumbo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Niete Nieteθηλυκό | Femininum, weiblich f ξενόκουμπο ξενόκουμπο