„ξεβράζω“: μεταβατικό ρήμα ξεβράζω [kseˈvrazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) spülen spülen ξεβράζω στη στεριά ξεβράζω στη στεριά