„ξανθομάλλης“: επίθετο, ως επίθετο ξανθομάλλης [ksanθoˈmalis]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ξανθομάλλα, ξανθομάλλικο Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) blond blond(haarig) ξανθομάλλης ξανθομάλλης „ξανθομάλλης“: θηλυκό ξανθομάλλης [ksanθoˈmalis]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Blondine Blondineθηλυκό | Femininum, weiblich f ξανθομάλλης ξανθομάλλης