„ξαναλέω“: μεταβατικό ρήμα ξαναλέω [ksanaˈleo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είπα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) noch einmal sagen, wiederholen noch einmal sagen (σε κάποιον jemandem) ξαναλέω wiederholen ξαναλέω ξαναλέω exemples τα ξαναλέμε! bis dann! τα ξαναλέμε!