νύφη
[ˈnifi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Brautθηλυκό | Femininum, weiblich fνύφη νεόνυμφηνύφη νεόνυμφη
- Schwiegertochterθηλυκό | Femininum, weiblich fνύφη σύζυγος του γιουνύφη σύζυγος του γιου
- Schwägerinθηλυκό | Femininum, weiblich fνύφη σύζυγος του αδελφούνύφη σύζυγος του αδελφού