„νόστιμος“ νόστιμος [ˈnostimos], νόστιμη, νόστιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schmackhaft, lecker, köstlich, nett, hübsch, köstlich schmackhaft, lecker, köstlich νόστιμος φαγητό νόστιμος φαγητό nett, hübsch νόστιμος όμορφος νόστιμος όμορφος köstlich νόστιμος αστείο νόστιμος αστείο exemples είναι νόστιμο es schmeckt είναι νόστιμο