„ντρέπομαι“: αποθετικό ρήμα ντρέπομαι [ˈdrepome]αποθετικό ρήμα | Deponens dep <ντράπηκα> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) sich schämen, sich genieren sich schämen (για über+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ντρέπομαι νιώθω ντροπή ντρέπομαι νιώθω ντροπή sich genieren ντρέπομαι διστάζω από συστολή ντρέπομαι διστάζω από συστολή