„νοσηλεύω“: μεταβατικό ρήμα νοσηλεύω [nosiˈlevo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ευσα; -εύτηκα; -εμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ärztlich behandeln ärztlich behandeln νοσηλεύω νοσηλεύω